- διαφωτισμός
- Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως στη Γαλλία. Η ονομασία του δηλώνει την αναγνώριση του αποφασιστικού ρόλου της ανθρώπινης νόησης και των κριτικών ικανοτήτων της. Σύμφωνα με τον περίφημο ορισμό του Καντ, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί από πολλές απόψεις ο τελευταίος εκπρόσωπός του, «ο δ. είναι η έξοδος του ανθρώπου από την παιδικότητα, η οποία οφείλεται σε δικό του φταίξιμο. Sapere Aude! Τόλμησε να χρησιμοποιήσεις τη διάνοιά σου! Αυτό είναι το σύνθημα του δ.». Το κυρίαρχο θέμα συνεπώς είναι να ελευθερωθεί ο νους από την κατάσταση της νηπιακής του εξάρτησης. Οι αυθεντίες από τις οποίες η ανθρώπινη διάνοια οφείλει να απαλλαγεί, ανακτώντας την ανεξαρτησία της, είναι προπάντων η θρησκευτική πρόληψη και η μισαλλοδοξία των Εκκλησιών, η απεριόριστη και αυθαίρετη εξουσία των απόλυτων μοναρχιών, το καταθλιπτικό βάρος του σκοταδισμού και της υποδούλωσης στην παράδοση. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά, σε γενικές γραμμές, του δ., ο οποίος τοποθετείται, όχι συμπτωματικά, στο χρονικό πλαίσιο δύο πολιτικών επαναστάσεων, της φιλελεύθερης Αγγλικής επανάστασης του 1688 και της Γαλλικής επανάστασης του 1789. Ο δ. διακατέχεται από την ανάγκη να επεκτείνει την ορθολογιστική ανάλυση σε κάθε πεδίο της ανθρώπινης εμπειρίας, λαμβάνει υπόψη ωστόσο τα διδάγματα από τον αγγλικό εμπειρισμό. To πεδίο έρευνας περιορίζεται αυστηρά στον κόσμο του ανθρώπου και της φύσης: είναι απόλυτη και σαφής η άρνησή του να επεκτείνει την ανάλυση αυτή πέρα από τα όρια της ίδιας της εμπειρίας. Καθετί που βρίσκεται έξω από τα όρια της εμπειρίας δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον και παύει να αποτελεί πρόβλημα. Η μεταφυσική υπόσταση της πραγματικότητας και του ανθρώπινου πνεύματος, η υπερβατικότητα της θρησκείας και όλα όσα συνεπάγεται, δεν θεωρούνται πια σοβαρά προβλήματα, αλλά απλώς προϊόντα φαντασιώσεων και δεισιδαιμονιών. Ο τύπος της γνώσης που προβάλλει ο δ. είναι αυτός που προσφέρεται από τον Νεύτωνα. Το υψηλότερο υπόδειγμα γνώσης δεν ταυτίζεται πια με τα μεγάλα μεταφυσικά συστήματα του 17ου αι. (Ντεκάρ, Σπινόζα, Λάιμπνιτς, Μαλεπράνς κλπ.), αλλά με την επιστήμη και ιδιαίτερα με τις θετικές επιστήμες. Ο πνευματικός ορίζοντας της εποχής κυριαρχείται από τη μηχανή. Στο πνεύμα της παλαιότερης μεταφυσικής θεωρίας, αντιτάσσεται το συστηματικό πνεύμα, το πνεύμα δηλαδή μιας έρευνας που, μολονότι είναι αυστηρή στη μέθοδο, παραμένει ανοιχτή στις συνεχείς συνεισφορές της εμπειρίας, χωρίς να θυσιάζει τίποτε στις αξιωματικές παραδοχές και στους φραγμούς των διαφόρων φιλοσοφικών συστημάτων.
Αλλάζει έτσι όχι μόνο το περιεχόμενο της φιλοσοφικής έρευνας, αλλά και η μορφή. Οι τρόποι της δογματικής έκθεσης, η κλειστή μορφή της πραγματείας, αντικαθίστανται από τη σαφή έκθεση μιας φιλοσοφίας που έχει κύρια φροντίδα να γίνεται κατανοητή σε όλους. Κλασικό παράδειγμα οι Φιλοσοφικές ή Αγγλικές επιστολές του Βολτέρου, που έκαναν προσιτή και δημοφιλή τη φυσική του Νεύτωνα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η κυρίαρχη θεωρία της γνώσης είναι η εμπειριοκρατία και ακόμα περισσότερο η αισθησιοκρατία, η πληρέστερη διατύπωση των οποίων συναντάται στο έργο του Κοντιγιάκ. Όλες οι ιδέες μας προέρχονται από τις αισθήσεις. Δεν υπάρχουν έμφυτες ιδέες, τοποθετημένες στην ψυχή του ανθρώπου από τον θεό και συνεπώς ανεξάρτητες από την εμπειρία. O άνθρωπος είναι από μόνος του σαν ένα γυμνό μαρμάρινο άγαλμα. Η αρχή που προκαλεί την ανάπτυξη όλων των ικανοτήτων του είναι η αίσθηση, δηλαδή η επενέργεια που ασκεί επάνω του ο εξωτερικός κόσμος.
Η αληθινή όμως και ουσιαστική φιλοσοφία του δ. δεν πρέπει να αναζητείται στη λογική ή στη θεωρία της γνώσης, αλλά στο πεδίο της ηθικής, πολιτικής και κοινωνικής σκέψης, με την ευρεία τους έννοια. Το κέντρο του ενδιαφέροντος μετατοπίζεται από τη μεταφυσική στις πολλαπλές και ποικίλες μορφές της ανθρώπινης δραστηριότητας. O κόσμος του εμπορίου, της βιομηχανίας, της πολιτικής και γενικά του κοινωνικού πνεύματος, στο οποίο εκφράζεται η νοοτροπία και οι συνήθειες μιας εποχής, αποκτούν πρωταρχική σημασία. Γεννιέται η οικονομική επιστήμη, ερευνώνται οι αιτίες που δημιουργούν τον πλούτο των εθνών (Άνταμ Σμιθ,), παραβάλλονται και μελετώνται τα έθιμα και οι συνήθειες των διαφόρων λαών, τα συστήματα των νόμων τους, ο βαθμός της ελευθερίας που απολαμβάνει ο Τύπος, οι σχέσεις που διέπουν τις διάφορες κοινωνικές τάξεις. Εξαίρετο μέσο διάδοσης του νέου αυτού τύπου γνώσης αποτέλεσε το φιλόδοξο έργο Εγκυκλοπαίδεια (Encyclopédie). Ο πρώτος τόμος της κυκλοφόρησε την εποχή της διεύθυνσης του Ντιντερό, με συνδρομή στοχαστών όπως oι Ρουσό, Γκριμ, Χόλμπαχ, Ελβέτιος, Ντ’ Αλαμπέρ καθώς και οι Βολτέρος, Μπιφόν και Μοντεσκιέ. Υπήρξε πραγματικό σύνθημα μάχης και όργανο εξαιρετικής αποτελεσματικότητας, στο οποίο οφειλόταν κατά μεγάλο μέρος μία από τις πιο μαζικές και ριζοσπαστικές επαναστάσεις στον ευρωπαϊκό πνευματικό πολιτισμό. Αυτό που υποδηλωνόταν με τη λέξη φιλοσοφία ήταν το σύνολο των συγκεκριμένων γνώσεων, ενώ φιλόσοφος ήταν ακριβώς ο πολιτισμένος άνθρωπος, ο άνθρωπος που ενδιαφερόταν για τις μεταρρυθμίσεις και την πρόοδο. Χαρακτηριστικό με την έννοια αυτή, ήταν το νέο πνεύμα έρευνας της ιστορίας. Αυτό που ενδιέφερε δεν ήταν πια τα στοιχεία με τα οποία ο φανατισμός, το μυθιστορηματικό πνεύμα και η ευπιστία είχαν επενδύσει έως τότε την αφήγηση των γεγονότων του παρελθόντος. Επιλέχθηκαν, ανάμεσα στα ίδια τα γεγονότα, τα πιο ενδιαφέροντα και σημαντικά για να περιγραφεί η προοδευτική ιστορία του ανθρωπίνου πνεύματος. Παραλείφθηκαν οι λεπτομέρειες των πολέμων, οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις, τα γεγονότα της ιστορίας των δυναστειών, για να παραχωρήσουν τη θέση τους σε όλα εκείνα τα γεγονότα –επιστημονικές ανακαλύψεις, ναυσιπλοΐα, εμπόριο κλπ.– που αποτέλεσαν σημαντικές κατακτήσεις για τον εκπολιτισμό των λαών, σύμφωνα με το ιστοριογραφικό ιδεώδες που περιέγραψε ο Βολτέρος στο Δοκίμιο για τα ήθη και το πνεύμα των εθνών. H μεγαλύτερη προσοχή δόθηκε στην εμφάνιση και στην κατάργηση των θεσμών και των θεμελιακών δοξασιών και πίστεων των λαών, με σκοπό να χαραχτεί μια ανοδική και προοδευτική γραμμή που να φωτίζει την αναγέννηση και την πρόοδο του ανθρώπινου πνεύματος, δηλαδή τις προσπάθειες της λογικής να ελευθερωθεί από τις προλήψεις και να διαδραματίσει ρόλο οδηγού στην κοινωνική ζωή του ανθρώπου. Η πρόοδος δεν αφορά το ανθρώπινο πνεύμα και το λογικό καθαυτά (που θεωρούνται όμοια και αμετάβλητα σε όλους τους ανθρώπους και σε όλες τις εποχές) αλλά μάλλον την κυριαρχία του λόγου απέναντι στις προλήψεις και στις πλάνες: έτσι η ιστορία εμφανίζεται ως ιστορία του δ., της προοδευτικής δηλαδή σαφούς γνώσης που αποκτά ο άνθρωπος για τον εαυτό του. Ο σκοπός που της έχει ανατεθεί είναι να αντλεί, πέρα από τις φανταστικές διαφορές που δημιουργούν στους ανθρώπους οι τοπικές παραδόσεις, αυτό που είναι βασικό και κοινό σε όλους. Οι άνθρωποι γεννιούνται προικισμένοι από τη φύση με ορισμένα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα, τα δικαιώματα του ανθρώπου.
Σε αυτή την υπόμνηση της παράδοσης του φυσικού δικαίου, που αποτελεί την αληθινή φιλοσοφική βάση ολόκληρου του αιώνα, η καινοτομία που παρέχει o δ. αφορά την ικανότητα πνευματικής κινητοποίησης και τον επαναστατικό τόνο. Η θεωρία του φυσικού δικαίου, στην οποία προσφεύγει, δεν είναι η θεωρία του Γκρότιους και του Πούφεντορφ, αλλά του Δοκιμίου για την πολιτική κυβέρνηση του Λοκ. Οι άνθρωποι γίνονται μέλη της κοινωνίας για να υπερασπίσουν τα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματά τους: την ελευθερία, την ιδιοκτησία, το δικαίωμα των συγκεντρώσεων και του λόγου, την ελευθερία του Τύπου, του συνεταιρίζεσθαι. Με το Κοινωνικό συμβόλαιο τα άτομα παραιτούνται από ένα μέρος της απεριόριστης και απόλυτης ελευθερίας, την οποία απολάμβαναν στη φυσική κατάσταση, όχι όμως για να γίνουν υποτελείς, αλλά για να διασφαλισθεί με την προστασία και την εγγύηση του νόμου η σφαίρα της ατομικής τους ανεξαρτησίας, δηλαδή η ελευθερία να διαθέτουν τον εαυτό τους και την περιουσία τους μέσα στα πλαίσια της ασφάλειας που παρέχει το δίκαιο. Ο νόμος δεσμεύει συγχρόνως τους πολίτες και τον άρχοντα. Όταν ο τελευταίος επιχειρήσει να παραβιάσει το αρχικό συμβόλαιο και να γίνει από νόμιμος άρχοντας δεσπότης, οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να προβάλλουν αντίσταση και να τον ανατρέψουν με επανάσταση. Το κράτος δεν πρέπει να έχει την εξουσία να ελέγχει τις ηθικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις των πολιτών, αλλά μόνο να εγγυάται τον σεβασμό του νόμου και την ελεύθερη συνύπαρξη των ατομικών θελήσεων. Ωστόσο, επειδή η αποδοχή του προσέκρουε στους θεσμούς της απόλυτης μοναρχίας που κυριαρχούσαν λίγο-πολύ σε ολόκληρη την Ευρώπη της εποχής εκείνης, εκτός από την Αγγλία, o δ. επιδίωξε κυρίως να διεκδικήσει την ελευθερία της φυσικής κατάστασης. Από αυτό προήλθε η λατρεία του καλού αγρίου, ένα θέμα στο οποίο συνυπάρχουν η αντίδραση στις υποκριτικές συνήθειες της αυλικής ζωής και της αριστοκρατικής κοινωνίας, η επιθυμία για μια ειλικρινή και λιγότερο αυστηρή ηθική, και ταυτόχρονα η κλίση για τα ταξίδια –τυπική του 18ου αι.– και οι αφηγήσεις για τη ζωή των λαών που κατοικούσαν μακριά από την Ευρώπη, πράγμα που αποτελούσε συγχρόνως και μια αφορμή για να τονιστούν, μέσω των διαφορών και των αντιθέσεων με τη ζωή των χωρών αυτών, σε ορισμένες περιπτώσεις φανταστικών, οι αρνητικές πλευρές της πολιτισμένης ζωής της εποχής.
Το πρόβλημα της θεοδικίας ή της δικαιοσύνης, που είχε αποτελέσει αντικείμενο θεολογικής μελέτης ακόμα και στον Λάιμπνιτς, μεταβάλλεται έτσι από πρόβλημα που αφορά τη θεία δικαιοσύνη σε πρόβλημα καθαρά πολιτικό και κοσμικό. Ο άνθρωπος γεννιέται καλός, αλλά η κοινωνία τον έχει διαφθείρει. Η λύτρωση του ανθρώπου μπορεί να αναζητηθεί είτε στην επιστροφή στη φύση είτε στην ίδρυση μιας νέας κοινωνίας. Αυτοί είναι οι δύο πόλοι, ανάμεσα στους οποίους αιωρείται η πολιτική σκέψη του Ρουσό, από τον Λόγο για την καταγωγή της ανισότητας, όπου η ελευθερία παρουσιάζεται ως ελευθερία της κοινωνίας, έως το Κοινωνικό συμβόλαιο, στο οποίο η κατάκτηση της ελευθερίας θα πραγματοποιηθεί από μια νέα κοινωνία, η οποία θα ενσωματώσει οργανικά τα άτομα σε ένα κοινό σώμαγενική βούληση. Στα πλαίσια των αντιλήψεων αυτών αναπτύσσεται και η έννοια της φυσικής θρησκείας και κυρίως της ανεξιθρησκείας. Η φυσική θρησκεία είναι ο ντεϊσμός, δηλαδή η πίστη σε ένα υπέρτατο πνευματικό ον, δημιουργό του κόσμου. Στο ον όμως αυτό, που είναι ο Θεός του χριστιανισμού (μολονότι απαλλαγμένος από κάθε μυθολογικό χαρακτήρα και από τον δογματισμό των διαφόρων Εκκλησιών) δεν αναγνωρίζεται καμία απολύτως άλλη ιδιότητα εκτός από τη λογική. Ο Θεός είναι μόνο ο δημιουργός της τάξης στον φυσικό κόσμο. Μετά τη δημιουργία του όμως, ο κόσμος ακολουθεί τον δικό του δρόμο, προχωρεί μόνος του, με βάση τους δικούς του νόμους και χωρίς εξωτερικές και θαυματουργές επεμβάσεις. Οι Εκκλησίες με τις θεολογικές τους έριδες και τη μισαλλοδοξία τους (που εκδηλώθηκε κατά δραματικό τρόπο στους θρησκευτικούς πολέμους), διαστρέφουν τη φυσική πίστη σε δεισιδαιμονία, το φως του λογικευόμενου χριστιανισμού σε σκοταδισμό και σε φανατισμό των αιρέσεων. Ντεϊστής και χριστιανικός στους περισσότερους εκπροσώπους του, ο δ. φτάνει στην ανοιχτή αθεΐα μόνο στις περιπτώσεις των Λα Μετρί, Χόλμπαχ και Ελβέτιου, σύμφωνα με τις αντιλήψεις των οποίων ο άνθρωπος είναι μια μηχανή, ένας φυσικός μηχανισμός, όλες οι ψυχικές του δραστηριότητες προκαλούνται και καθορίζονται από τις κινήσεις του σώματος, στις οποίες δρουν και συνεχίζονται οι κινήσεις ολοκλήρου του σύμπαντος. Γι’ αυτό όλες οι ιδιότητες που χαρακτηρίζονται πνευματικές δεν είναι τίποτε άλλο παρά τρόποι ύπαρξης και δράσης της ύλης και αντιστοιχούν σε ένα ορισμένο επίπεδο οργάνωσής της.
Απέναντι στις θέσεις αυτές που, σύμφωνα με τον Χόλμπαχ υπαγορεύονται από τη λογική και την εμπειρία, οι πατροπαράδοτες αρχές της θρησκείας, όπως η ύπαρξη του Θεού, το άυλο της ψυχής, η μέλλουσα ζωή κλπ., συνιστούν δεισιδαιμονίες, τις οποίες κατόρθωσε να διατηρήσει στη ζωή η κακοπιστία μιας ενδιαφερόμενης ιερατικής κάστας. Η ανθρώπινη ψυχή είναι ένας μηχανισμός, τα ελατήρια του οποίου είναι το συμφέρον, η φιλοδοξία και η φιλαυτία. Με αυτές τις ωφελιμιστικές αντιλήψεις, ο δ. δέχθηκε και συνέχισε τη μεγάλη παράδοση των ηθικολόγων (Λα Ροσφουκό, Λα Μπριγιέρ, Βοβενάργκ κλπ.), εμβαθύνοντας στη μελέτη των χαρακτήρων και στην ανάλυση των κινήτρων της ανθρώπινης δράσης και οδηγώντας στη ριζική ανανέωση της παραδοσιακής εικόνας του ανθρώπου και στο άνοιγμα του δρόμου στη νέα και τυπικά σύγχρονη λογοτεχνική μορφή, το μυθιστόρημα. Το νέο αυτό είδος χαρακτηρίζεται από τη σύνθεση προσώπων και διεισδυτικών ψυχολογιών. Τυπικά δείγματα είναι τα επιστολογραφικά μυθιστορήματα του γαλλικού 18ου αι., μεταξύ των οποίων Οι επικίνδυνες σχέσεις του Σοντερλό ντε Λακλό. Απορρίπτεται το αυστηρό ιδεώδες της αρετής ως αιτία απονέκρωσης των φυσικών αναγκών και, στο σύμπλεγμα των εγωισμών, στην ξέφρενη επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος ανακαλύπτεται (όπως ήδη με τον Άγγλο Βάντεβιλ στο έργο του Ο μύθος των μελισσών) το κίνητρο του καταμερισμού της εργασίας, της αύξησης των συναλλαγών, της ανάπτυξης του εμπορίου και της ποικιλόμορφης ανθρώπινης δραστηριότητας: έτσι, αποκαλύπτεται πως αυτά που εμφανίζονται ως ατομικά ελαττώματα προάγουν το γενικό συμφέρον. Από την άλλη πλευρά, η επιθυμία για επιστροφή στη φυσική κατάσταση, την αγνότητα και την απλότητα των παλιών και αδιάφθορων συνηθειών, παρακινεί (αντίθετα με τους Ρουσό, Μπερναρντέν ντε Σεν-Πιερ και άλλους) στην εμφάνιση μιας νέας ευαισθησίας, την οποία συνιστούν εξάρσεις συναισθηματισμού και ενθουσιασμού και μπορεί να θεωρηθεί ως το αυθεντικό προανάκρουσμα του συναισθηματισμού των ρομαντικών.
Φαινόμενο πολύμορφο και πολυσύνθετο, που αγκάλιασε στην πορεία του γεγονότα όπως η Βιομηχανική επανάσταση, η ορμητική ανάπτυξη της σύγχρονης επιστήμης (η χημεία του Λαβουαζιέ, η φυσική του Κουλόν και του Γκαλβάνι, η βιολογία του Μπιφόν, τα μαθηματικά του Ντ’ Αλαμπέρ, η αστρονομία του Λαπλάς κλπ.), ο δ. είχε επιστέγασμα τη Γαλλική επανάσταση και τις φιλελεύθερες επαναστάσεις από τις οποίες προέκυψε η φυσιογνωμία μεγάλου τμήματος της σύγχρονης ευρωπαϊκής κοινωνίας.
Στις γερμανόφωνες χώρες, o δ. (Aufklärung) τράφηκε από τον γαλλικό ρασιοναλισμό και την αγγλική εμπειριοκρατία. Ο γερμανικός όμως δ. εμφανίστηκε ως φαινόμενο μικρότερης έκτασης σε σύγκριση με τον δ. που αναπτύχθηκε στις περιοχές πέρα από τον Ρήνο (από τον οποίο εξαρτήθηκε στο σύνολό του), εξαιτίας της μικρότερης συνέπειας στην έρευνα και της ανάλογης σπουδαιότητας –κατά κανόνα– των εκπροσώπων του στους διάφορους τομείς της πολιτιστικής δραστηριότητας. Πράγματι, ο γερμανικός δ. απέβλεπε περισσότερο στο να καταστήσει προσιτές σε ένα ευρύ αστικό κοινό τις πιο πρωτοποριακές κατακτήσεις της ευρωπαϊκής σκέψης, παρά να δημιουργήσει νέες αξίες. Την πρώτη θέση κατέχει η παιδαγωγική προσπάθεια, η οποία από το ένα μέρος εκφράζει το δίκαιο αίτημα μιας πνευματικής καλλιέργειας με ευρύτατη διάδοση και συνεπώς οργανικά ενσωματωμένης στην κοινωνική ζωή (μέσα σε αυτή την προοπτική πρέπει να αξιολογηθούν το φαινόμενο της λαϊκής φιλοσοφίας και τα ηθοπλαστικά περιοδικά), ενώ από το άλλο καταλήγει στον εγκλεισμό της ελεύθερης έρευνας του πνεύματος μέσα σε αλύγιστα και αφηρημένα σχήματα. Ο εγκλεισμός αυτός γίνεται αισθητός κυρίως στον χώρο της αισθητικής, που σε ορισμένους θεωρητικούς (π.χ. στον Γκότσεντ) τείνει να καθηλωθεί σε ένα σύστημα αποφθεγμάτων και κανόνων. Εναντίον αυτής της αισθητικής διεξήγαγαν αποτελεσματική πολεμική τόσο ο Μπόντμερ και ο Μπράιτινγκερ όσο και ο Λέσινγκ. Παρόμοιους όμως περιορισμούς θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς και στον τομέα της φιλοσοφικής έρευνας, κυρίως στον Βολφ, εκλεκτικό και απλουστευτικό εκλαϊκευτή των θεωριών του Λάιμπνιτς. Το ζωντανότερο τμήμα του γερμανικού δ., που προσέφερε ουσιαστική συμβολή στην εξέλιξη της ευρωπαϊκής παιδείας του 18ου αι., εντοπίζεται στο έργο συγγραφέων που, όπως o Λέσινγκ και o Λίχτενμπεργκ, παραιτήθηκαν συνειδητά από κάθε πρόθεση συστηματοποίησης, προτιμώντας να αναλύουν κάθε φορά μια συγκεκριμένη προβληματική στο πλαίσιο του δοκιμίου πολεμικής, της επιστολογραφικής πεζογραφίας, του αφορισμού.
ελληνικός δ. Η απήχηση των ιδεών του ευρωπαϊκού δ. στον ελληνικό πνευματικό χώρο, σποραδική στην αρχή, πιο συστηματική αργότερα, πήρε τελικά τη μορφή ενός μεγάλου αναγεννητικού κινήματος, του σημαντικότερου ίσως πνευματικού κινήματος στην ιστορία του νέου ελληνισμού, πριν από το 1821. Η περίοδος αυτή του ελληνικού δ., που χρονολογείται περίπου από το 1760 έως τα χρόνια της Επανάστασης του 1821, σήμαινε για τον υπόδουλο ελληνικό κόσμο, ο οποίος είχε στερηθεί την εμπειρία της Αναγέννησης, την έξοδο από το πνευματικό κλίμα και τις ανεξέλικτες κοινωνικές μορφές ενός όψιμου Μεσαίωνα. Τη μεγάλη αυτή στιγμή για τον ελληνισμό προετοίμασαν πολλοί παράγοντες, κυρίως οικονομικοί και κοινωνικοί. Συγκεκριμένα, ήδη από τις αρχές του 18ου αι. είχε αρχίσει να αναπτύσσεται μια δραστήρια και φιλοπρόοδη αστική τάξη εμπόρων και πλοιοκτητών, που γρήγορα επιχείρησε να αμφισβητήσει τον ηγετικό ρόλο των μέχρι τότε αρχόντων του γένους. Ιδίως μετά την ευνοϊκή για τον ελληνισμό συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774) παρατηρήθηκε ραγδαία ανάπτυξη των αστικών εμπορικών κέντρων, τόσο στα νησιά και στα παράλια του Αιγαίου (Χίος, Ύδρα, Σπέτσες, Κυδωνίες, Σμύρνη) όσο και στην ηπειρωτική Ελλάδα (χωριά του Πηλίου, Καστοριά, Κοζάνη, Σιάτιστα, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα κλπ.). Οι κοινότητες αυτές, μαζί με τις ελληνικές εμπορικές παροικίες του εξωτερικού, που επίσης γνώριζαν σημαντική ανάπτυξη (Βιέννη, Βουδαπέστη, Βουκουρέστι, Τεργέστη, Λιβόρνο κ.ά), ήταν οι πιο ευαίσθητοι δέκτες των ιδεών του ευρωπαϊκού δ. Έτσι εξηγείται ότι οι φορείς των αρχών του δ. (λόγιοι, δάσκαλοι, κληρικοί, έμποροι, γιατροί) προέρχονταν ή συνδέονταν στενά με αυτούς τους ελληνικούς αστικούς πυρήνες.
Οι στόχοι του ελληνικού δ. υπαγορεύτηκαν από το ιδεολογικό τρίπτυχο του ευρωπαϊκού δ.: ανάπτυξη των διανοητικών ικανοτήτων του ανθρώπου, σπουδή του φυσικού κόσμου και διαμόρφωση ενός νέου τύπου πολίτη, ελεύθερου από κοινωνικές και θρησκευτικές προκαταλήψεις.
Δύο ήταν τα κύρια σκέλη των συγκεκριμένων επιδιώξεων και επιτευγμάτων του ελληνικού δ.: το πρώτο είχε εκπαιδευτικό και γενικότερα πολιτιστικό χαρακτήρα· το δεύτερο κοινωνικό και πολιτικό. Ειδικότερα, όσον αφορά τον εκπαιδευτικό τομέα, ο ελληνικός δ. επεδίωξε και σε μεγάλο βαθμό πέτυχε την αύξηση του αριθμού των σχολείων, την αλλαγή των απαρχαιωμένων διδακτικών μεθόδων και τον εμπλουτισμό των σχολικών προγραμμάτων με την εισαγωγή της διδασκαλίας των φυσικών επιστημών, των νεότερων μαθηματικών και των ξένων γλωσσών. Αντίστοιχα περιορίστηκε η διδασκαλία των θεολογικών και στενά γραμματικών μαθημάτων. Στα ανώτερα σχολεία η νέα (εμπειριοκρατική και ορθολογίζουσα) φιλοσοφία αντικατέστησε τον κορυδαλικό αριστοτελισμό.
Στον πολιτιστικό τομέα επιδιώχθηκε η διάδοση των φώτων της παιδείας σε όλα τα στρώματα του λαού, με την έκδοση περιοδικών και μορφωτικών βιβλίων (φυσιογνωστικών, γεωγραφικών, ιστορικών, λογοτεχνικών) και την ίδρυση βιβλιοθηκών. Ενθαρρύνθηκαν επίσης οι πολιτιστικές επαφές με τη φωτισμένη Ευρώπη, μέσα από την αθρόα μετάφραση ξένων συγγραμμάτων και την αποστολή φερέλπιδων νέων στα μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα για σπουδές. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε (ιδίως από τον Κοραή και τους οπαδούς του) στην έκδοση και στη μελέτη των έργων της κλασικής φιλολογίας και γενικότερα στην ενίσχυση των δεσμών του νέου ελληνισμού με την αρχαιότητα. Το ζήτημα όμως που περισσότερο από κάθε άλλο απασχόλησε και δίχασε σε αντίθετα στρατόπεδα τους κύκλους των Ελλήνων διαφωτιστών ήταν το γλωσσικό. Τρεις λύσεις προτάθηκαν: o εξαρχαϊσμός της γλώσσας, θέση που υποστήριξαν κυρίως ο Ευγένιος Βούλγαρις, o Στέφανος Κομμητάς και ο Νεόφυτος Δούκας· ο ανεπιφύλακτος δημοτικισμός, που υιοθέτησε ο κύκλος των λογίων του Βουκουρεστίου, με επικεφαλής τον Ιώσηπο Μοισιόδακα και τον Δημήτριο Καταρτζή· η καθαρισμένη από βαρβαρισμούς κοινή γλώσσα, θέση που αποτέλεσε τη μέσην οδόν του Κοραή και των οπαδών του.
Στον κοινωνικό και πολιτικό τομέα ο ελληνικός δ. εκδηλώθηκε στην πρώιμη φάση του ως προσπάθεια εφαρμογής των αρχών της πεφωτισμένης δεσποτείας, ιδίως από την πλευρά των Ελλήνων ηγεμόνων της Βλαχίας και Μολδαβίας και συγκεκριμένα των Νικόλαου και Κωνσταντίνου Μαυροκορδάτου και του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Αργότερα, μετά τη Γαλλική επανάσταση, δόθηκε έμφαση στη γνωστή αρχή του δ. περί των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου, αρχή που συνδέθηκε (ιδίως από τον Ρήγα και τους οπαδούς του) με την προπαρασκευή μιας απελευθερωτικής επανάστασης των βαλκανικών λαών κατά της τουρκικής τυραννίας.
Η ιστορική επισκόπηση της ανάπτυξης του ελληνικού δ. βοήθησε στη διάκριση δύο σχεδόν ισόχρονων φάσεων, μιας πρώιμης και μιας ώριμης. To μεταίχμιο πρέπει να τοποθετηθεί γύρω στο 1790, όταν εμφανίστηκε o Κοραής ως ηγετική μορφή του ελληνικού δ. και όταν η απήχηση της Γαλλικής επανάστασης έφτασε στον ελληνικό χώρο, προκαλώντας σειρά θετικών και αρνητικών αντιδράσεων.
Ως πρόδρομοι του ελληνικού δ. πρέπει να μνημονευτούν κυρίως ο Μεθόδιος Ανθρακίτης (1736) και ο Βικέντιος Δαμοδός (1752). Και οι δύο είχαν σπουδάσει στη Δύση και υιοθέτησαν τη δημοτική ως γλώσσα διδασκαλίας ενώ εκδήλωσαν μια διάθεση να χειραφετηθούν από τον παραδοσιακό αριστοτελισμό για χάρη των νεότερων Ευρωπαίων φιλοσόφων. Γύρω στο 1760 η μεταβολή στο πνευματικό κλίμα του ελληνισμού ήταν φανερή.
Η έφεση για την παιδεία ήταν γενική. Σε όλα σχεδόν τα αξιόλογα αστικά κέντρα ιδρύθηκαν σχολεία. Κατά την πρώιμη αυτή περίοδο κυριάρχησε η μορφή του Ευγένιου Βούλγαρη, κύριου εισηγητή της σπουδής των φυσικών επιστημών και των νεότερων μαθηματικών στην Ελλάδα. Η ακτινοβολία του συνεχίστηκε και μετά τη φυγή του στη Λειψία, όπου μετέφρασε έργα του Βολτέρου, εξέδωσε το έργο του Λογική (1766) και έκανε γνωστά στο ελληνικό κοινό τα ονόματα του Λοκ, του Νεύτωνα και των Γάλλων εγκυκλοπαιδιστών. Την περίοδο 1780-1821 κυριάρχησαν δύο συγγενείς πνευματικά ομάδες διαφωτιστών: ο κύκλος του Βουκουρεστίου, με κορυφαίους τον φιλοπρόοδο παιδαγωγό Μοισιόδακα και τον θεωρητικό του δημοτικισμού Δημήτριο Καταρτζή, και ο κύκλος του Κοραή, με πνευματικό του κέντρο το Παρίσι. Στον πρώτο κύκλο ανήκαν ο σχολάρχης της ελληνικής ακαδημίας του Βουκουρεστίου Λάμπρος Φωτιάδης, οι συγγραφείς της μνημειώδους Νεωτερικής γεωγραφίας (1791) Γρηγόριος Κωνσταντάς και Δανιήλ Φιλιππίδης, ο Αθανάσιος Χριστόπουλος, και οι γλωσσικά αιρετικοί της δημοτικιστικής αυτής ομάδας Παναγιώτης Koδρικάς και Νεόφυτος Δούκας. Με τον Κοραή συνδέθηκαν στενότερα ή χαλαρότερα μια σειρά από φωτισμένους φιλολόγους και δασκάλους: οι εκδότες του Λογίου Ερμή της Βιέννης, Άνθιμος Γαζής, Θεόκλητος Φαρμακίδης και Κωνσταντίνος Κοκκινάκης, ο ενθουσιώδης φυσικομαθηματικός Βενιαμίν o Λέσβιος, ο Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος, ο Κωνσταντίνος Νικολόπουλος, ο Θεόφιλος Καΐρης, ο πιστότερος των Κοραϊκών Κωνσταντίνος Κούμας και δύο σοφοί κληρικοί που απομακρύνθηκαν αργότερα από τον δάσκαλο και προσχώρησαν στη συντηρητική παράταξη: ο Νεόφυτος Βάμβας και o Κωνσταντίνος Οικονόμος. Σε μια τρίτη ομάδα, μικρότερη αλλά δυναμική, που διατηρούσε δεσμούς τόσο με τον Κοραή όσο και με τον κύκλο του Βουκουρεστίου, ανήκαν ο Ρήγας, ο μαθητής του Καντ Αθανάσιος Ψαλίδας, ο συνεργάτης του Ρήγα Χριστόφορος Περραιβός, o συγγραφέας της Ρομέηκης γλόσας Ιωάννης Βηλαράς κ.ά. Κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν ο δημοτικισμός και οι εμπνευσμένες από τη Γαλλική επανάσταση πολιτικές τους πεποιθήσεις. Επρόκειτο για την ομάδα που άφησε ορισμένα κείμενα μνημειώδη για τον πολιτικό τους φιλελευθερισμό και την πνευματική τους ελευθεροφροσύνη: Νέα πολιτική διοίκηση (1797) του Ρήγα, Ελληνική νομαρχία υπό Ανωνύμου του Έλληνος (1806) κ.ά.
Στα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια η τεράστια αλλαγή που είχε επιφέρει το διαφωτιστικό κίνημα ήταν φανερή παντού: στα πνευματικά ενδιαφέροντα, στις συνθήκες ζωής, στα ήθη, στις προσδοκίες. Δύο αριθμοί είναι ενδεικτικοί: γύρω στο 1785 λειτουργούσαν περίπου 35 σχολεία στον ελληνικό χώρο· το 1820 ο αριθμός τους είχε ξεπεράσει τα τριακόσια. Στη δεκαετία 1761-70 εκδόθηκαν περίπου 190 βιβλία κάθε είδους· στη δεκαετία 1811-20 ο αριθμός τους ξεπέρασε τα 800.
Το τεράστιο αυτό άλμα δεν συντελέστηκε βέβαια με την αποδοχή του συνόλου των Ελλήνων. Ένας ολόκληρος κόσμος με διαφορετικούς προσανατολισμούς αντέδρασε, και μάλιστα με βίαιο τρόπο: η διδασκαλία του δ. χαρακτηρίστηκε ως αντιθρησκευτική, οι κυριότεροι εκπρόσωποί του κατηγορήθηκαν ως άθεοι, ενώ ορισμένοι αφορίστηκαν· οι φυσικές επιστήμες και η νέα φιλοσοφία εξοβελίστηκαν από τα σχολικά προγράμματα. Ο Κοραής και προπάντων ο Ρήγας δέχθηκαν μύδρους, ο δεύτερος μάλιστα έγινε στόχος διαφόρων λίβελων ακόμα και μετά το μαρτύριό του.
Παρά τις αντιδράσεις όμως «έφτασε και των Γραικών o καλός καιρός», όπως έγραφε o Κοραής, «και έφθασε με τόσην ορμήν, ώστε καμμία δύναμις δεν είναι πλέον ικανή να μας οπισθοδρομήση». Η Επανάσταση του 1821 θεωρείται καρπός του ελληνικού δ. Ο Κοραής, κορυφαία μορφή του ελληνικού δ., και πάλι το είχε προβλέψει: «Όταν τα φώτα λάμψωσιν, η δουλεία πρέπει εξ ανάγκης να παύση».
Ο Αδαμάντιος Κοραής θεωρείται η κορυφαία μορφή του αναγεννητικού κινήματος του ελληνικού διαφωτισμού, καρπός του οποίου υπήρξε η Επανάσταση του 1821.
Αυτόγραφη σελίδα του Ρήγα Φεραίου από το πρωτόγραφο του έργου του, «Φυσικής απάνθισμα» (Εθνική Βιβιοθήκη, Αθήνα).
Η «Εγκυκλοπαίδεια» υπήρξε το έργο όπου αποκρυσταλλώθηκαν οι ιδέες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού.
Ο συγγραφέας και δραματουργός Γκότχολντ Λέσινγκ θεωρείται ο κύριος πνευματικός εκπρόσωπος του γερμανικού διαφωτισμού (Πανεπιστήμιο Λειψίας).
Ο Ζαν Λε Ρον Ντ’ Αλαμπέρ υπήρξε ένας από τους κυριότερους συνεργάτες της «Εγκυκλοπαίδειας», όργανο διάδοσης των ιδεών του διαφωτισμού.
Προμετωπίδα του «Δοκιμίου για τα ήθη και το πνεύμα των εθνών» του Βολτέρου, ενός από τους μεγαλύτερους διανοητές του Γαλλικού διαφωτισμού. Στο έργο του αυτό περιγράφει το ιστοριογραφικό ιδεώδες του διαφωτισμού.
* * *οπνευματική κίνηση στην Ευρώπη τού 18ου αιώνα που αποσκοπούσε στην απαλλαγή τού ανθρώπου από τις προλήψεις.
Dictionary of Greek. 2013.